- ψυχοφθόρος
- -α, -ο / ψυχοφθόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ναυτός που φθείρει, που καταστρέφει την ψυχήαρχ.αυτός που καταστρέφει την υγεία κάποιου, θανατηφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος].
Dictionary of Greek. 2013.