ψυχοφθόρος

ψυχοφθόρος
-α, -ο / ψυχοφθόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που φθείρει, που καταστρέφει την ψυχή
αρχ.
αυτός που καταστρέφει την υγεία κάποιου, θανατηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοφθόρος — destructive of life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόρος — α, ο αυτός που καταστρέφει την ψυχή κάποιου: Μη διαβάζετε ψυχοφθόρα αναγνώσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχοφθόρον — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem acc sg ψυχοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόρα — ψυχοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόροι — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόροις — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόρου — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόρους — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόρων — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοφθόρῳ — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”